- κλισιοσκόπιο
- τομικρό όργανο πάνω από την κάννη των πυροβόλων όπλων που χρησιμεύει για την ορθή σκόπευση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλισιοσκόπιο — Μικρό μεταλλικό όργανο, προσαρμοσμένο στον σωλήνα των πυροβόλων όπλων, που χρησιμεύει για τον ακριβή προσδιορισμό του στόχου. Τα κ. των τουφεκιών αποτελούνται συνήθως από έναν αριθμημένο πίνακα, από τον κινητό αναδρομέα, πάνω στον οποίο υπάρχει η … Dictionary of Greek
σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… … Dictionary of Greek
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
άλτσα — η 1. τεμάχιο δέρματος ή ξύλου που προστίθεται στο μπροστινό μέρος τού καλαποδιού για να προσαρμοστεί στα μέτρα τού ποδιού 2. σίδερο σε σχήμα πετάλου κάτω από τις φτέρνες τών παπουτσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alzo «κλισιοσκόπιο»] … Dictionary of Greek
παρασκοπολάβιο — το ναυτ. το κλισιοσκόπιο τών παλιών πυροβόλων τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκοπολάβιο «είδος ναυτικού οργάνου». Η λ., στον λόγιο τ. παρασκοπολάβιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek